- ισοσκελής
- -ές (ΑΜ ἰσοσκελής, -ές)αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές τρίγωνο» — το τρίγωνο που έχει τις δύο πλευρές ίσες)1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοσκελέςη ιδιότητα τού ισοσκελούςνεοελλ.φρ. «ἱσοσκελής προϋπολογισμός» — προϋπολογισμός που έχει τα σκέλη εσόδων και εξόδων ίσα, που εμφανίζει ισοζύγιο εσόδων και δαπανώναρχ.1. (για αριθμούς) άρτιος, ζυγός2. (για περιόδους τού λόγου)αυτή που έχει ίσα κώλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ-σκελής, μακρο-σκελής].
Dictionary of Greek. 2013.