ισοσκελής

ισοσκελής
-ές (ΑΜ ἰσοσκελής, -ές)
αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές τρίγωνο» — το τρίγωνο που έχει τις δύο πλευρές ίσες)
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοσκελές
η ιδιότητα τού ισοσκελούς
νεοελλ.
φρ. «ἱσοσκελής προϋπολογισμός» — προϋπολογισμός που έχει τα σκέλη εσόδων και εξόδων ίσα, που εμφανίζει ισοζύγιο εσόδων και δαπανών
αρχ.
1. (για αριθμούς) άρτιος, ζυγός
2. (για περιόδους τού λόγου)
αυτή που έχει ίσα κώλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ-σκελής, μακρο-σκελής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἰσοσκελής — with equal legs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοσκελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει ίσα τα δύο σκέλη ή τα δύο αντίστοιχα μέρη του: Ισοσκελές τρίγωνο. – Ισοσκελής προϋπολογισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσοσκελῆ — ἰσοσκελής with equal legs neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσοσκελής with equal legs masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσοσκελής with equal legs masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοσκελέστερον — ἰσοσκελής with equal legs adverbial comp ἰσοσκελής with equal legs masc acc comp sg ἰσοσκελής with equal legs neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοσκελίζω — [ισοσκελής] (για λογαριασμούς και προϋπολογισμούς) καθιστώ ισοσκελή, εξισώνω τη χρέωση με την πίστωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσοσκελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ἰσοσκελεῖ — ἰσοσκελής with equal legs masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἰσοσκελής with equal legs masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοσκελεῖς — ἰσοσκελής with equal legs masc/fem acc pl ἰσοσκελής with equal legs masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοσκελέα — ἰσοσκελής with equal legs neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰσοσκελής with equal legs masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοσκελές — ἰσοσκελής with equal legs masc/fem voc sg ἰσοσκελής with equal legs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοσκελοῦς — ἰσοσκελής with equal legs masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”